πεισίμβροτος

πεισίμβροτος
πεισίμβροτος, ον,
A won by persuading mortals,

δόξα B.8.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεισίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι τού πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός] …   Dictionary of Greek

  • πεισίμβροτον — πεισίμβροτος won by persuading mortals masc/fem acc sg πεισίμβροτος won by persuading mortals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”